- νεωρός
- νεωρ-ός, ὁ, ([etym.] ναῦς, οὖρος)A superintendent of a dockyard, Hsch.: pl., IG12.74.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νέωρος — νέωρος, ον (Α) νεώρης*, νέος, πρόσφατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος τ. τού νεώρης*, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] … Dictionary of Greek
νεωρός — superintendent of a dockyard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέωρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέωρον — νέωρος masc/fem acc sg νέωρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεωρώ — νεωρῶ, έω (ΑΜ) [νεωρός] είμαι νεωρός, φύλακας νεωρίου … Dictionary of Greek
ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
νεωριοφύλαξ — νεωριοφύλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ] … Dictionary of Greek
νεώριο — το (Α νεώριον και δωρ. τ. ναώριον) [νεωρός] νεοελλ. χώρος ναυστάθμου για επισκευές πλοίων αρχ. χώρος σε λιμάνι στον οποίο ανελκύονταν τα πολεμικά πλοία για επισκευή, συντήρηση και φύλαξη μέσα σε ειδικά οικήματα, τους νεωσοίκους … Dictionary of Greek